ἐπίπηξ

ἐπίπηξ
ἐπί-πηξ, ηγος, ὁ Pfropfreis

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επίπηξ — ἐπίπηξ, ὁ (AM) μσν. κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι αρχ. το επίπηγμα …   Dictionary of Greek

  • ἐπίπηγα — ἐπίπηξ graft masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπηγας — ἐπίπηξ graft masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπηξιν — ἐπίπηξ graft masc dat pl ἐπίπηξις bracing up fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίπηξ — ἀντίπηξ ( ηγος), η (Α) παιδικό καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γλαγοπήξ — γλαγοπήζ ( ῆγος), ο, η (Α) αυτός που χρησιμοποιείται για την πήξη τού γάλακτος («γαυλοὶ γλαγοπῆγες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος* + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. αντίπηξ, διάπηξ, επίπηξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”